τροφέα

τροφέα
τροφέᾱ , τροφεύς
one who brings up
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τροφέας — τροφέᾱς , τροφεύς one who brings up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • τροφεία — (I) ἡ, Α [τροφεύω] η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού. (II) τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Α αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό νεοελλ. τα έξοδα διατροφής αρχ. 1. φορβή ζώων 2. (στον εν.) α) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”